Η λέξη «χαλβάς» συνήθως παραπέμπει στο χαλβά που παρασκευάζεται από ταχίνι (δηλαδή αλεσμένο σουσάμι) και συνηθίζουμε όλοι να τρώμε την Καθαρά Δευτέρα και κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Υπάρχουν όμως και δύο άλλα γνωστά ειδή χαλβά: εκείνος που παρασκευάζεται από σιμιγδάλι και ο χαλβάς Φαρσάλων από νισεστέ, δηλαδή από άλευρα
καλαμποκιού και άλλων αμυλούχων τροφίμων. Εάν νομίζετε ότι επειδή έχουν το ίδιο όνομα θα έχουν και τα ίδια οφέλη, τότε κάνετε λάθος. Από τη στιγμή που τα
βασικά συστατικά διαφέρουν, διαφέρει και η θρεπτική τους σύσταση, δηλαδή εκείνη που ορίζει την θρεπτική αξία του τροφίμου.
Με άλλα λόγια, ο χαλβάς από ταχίνι (γνωστός και ως «χαλβάς του εμπορίου») είναι πολύ πιο πλούσιος σε δυο πολύ βασικά για την υγεία μικροστοιχεία, το
ασβέστιο και τον σίδηρο. Πιο συγκεκριμένα, σε ποσότητα 100 γρ χαλβά από ταχίνι περιέχονται περίπου 250 mg ασβεστίου και 5 mg σιδήρου ενώ αντίστοιχα,
στην ίδια ποσότητα χαλβά από σιμιγδάλι και σε αυτόν των Φαρσάλων περιέχονται λιγότερα από 40 mg ασβεστίου και λιγότερα από 2 mg σιδήρου.
Επίσης ο χαλβάς από ταχίνι είναι πιο πλούσιος σε αντιοξειδωτικά συστατικά, όπως η βιταμίνη Ε και οι λιγνάνες.