Όσοι έχουν επισκεφτεί κινέζικο ή γιαπωνέζικο εστιατόριο, έχουν σίγουρα δει στο μενού ένα πολύ χαρακτηριστικό ορεκτικό πιάτο της ασιατικής κουζίνας, τη σούπα μίσο. Στη μακροβιοτική κουζίνα, το μίσο έχει εξέχουσα θέση και χρησιμοποιείται καθημερινά σε πολλά πιάτα.
Το μίσο είναι ένα είδος πάστας, το οποίο θυμίζει ταραμά στην υφή και τη γεύση και παρασκευάζεται κυρίως από φασόλια σόγιας, θαλασσινό αλάτι και ρύζι ή κριθάρι, τα οποία έχουν υποστεί μακροχρόνια ζύμωση με ειδικά ένζυμα.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι οι Ασιάτες έχοντα αντιληφθεί ότι η σόγια είναι πολύ δυναμωτική αλλά σχετικά δύσπεπτη τροφή, βρήκαν τρόπους να την επεξεργαστούν και να την κάνουν πιο εύπεπτη και θρεπτική και την συναντάμε ως τόφου, τέμπε, μίσο, σάλτσα σόγιας και ταμάρι.
Υπάρχουν διάφορα είδη μίσο, ανάλογα με τα υλικά που περιέχει και το χρόνο ζύμωσης. Λόγω των ενζύμων που είναι υπεύθυνα για την διαδικασία της ζύμωσης, το μίσο βοηθά πολύ την πέψη, τονώνει και καθαρίζει το αίμα και δίνει πολύ ενέργεια στον οργανισμό, παρέχοντας ιχνοστοιχεία, μέταλλα και βιταμίνες(ιδιαίτερα Β12), θεωρείται δε ότι συμβάλλει στην προστασία από την ραδιενέργεια.
Η σούπα μίσο καταναλώνεται στην μακροβιοτική όλες τις ημέρες του χρόνου. Πέρα από την διατροφική του αξία, το μίσο νοστιμίζει πολύ τα φαγητά, ειδικά τις ουδέτερες, γευστικά χορτόσουπες.
Για να διατηρηθούν οι ευεργετικές ιδιότητες του μίσο και οι μικροοργανισμοί που περιέχει, δεν πρέπει να το διαλύσουμε απ’ευθείας στο φαγητό που κοχλάζει, αλλά να το διαλύσουμε σε ζωμό που θα βγάλουμε από την κατσαρόλα και στην συνέχεια αφού κλείσουμε την φωτιά και το φαγητό δεν βράζει πια, να προσθέσουμε το διαλυμένο μίσο.